Τέσσερις είναι
οι μεταβυζαντινοί ιεροί ναοί της Καβάλας σύμφωνα με έρευνα της Σαπφούς
Αγγελούδη, η οποία είναι αρχιτέκτονας, διδάκτωρ του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου
Θεσσαλονίκης και ιστορική ερευνήτρια. Την τεκμηριωμένη από ιστορικές πηγές του αρχειακού υλικού της
εποχής έρευνά της αυτή με θέμα «Οι Μεταβυζαντινοί Ναοί της Καβάλας των χρόνων
της απελευθέρωσης», παρουσίασε χθες το απόγευμα στην πνευματική αίθουσα μητρόπολης
Φιλίππων, Νεαπόλεως και Θάσου, στο πλαίσιο της εκατοστής επετείου των
«Ελευθερίων» της Καβάλας.
Σύμφωνα λοιπόν
με την κ. Αγγελούδη η Καβάλα, βυζαντινή πόλη και ισχυρό φρούριο με το όνομα Χριστούπολη,
καταστράφηκε εκ θεμελίων το 1391 από τους Οθωμανούς, και οι κάτοικοι της
σύμφωνα με τις γραφές διασκορπίστηκαν. Επόμενο
ήταν να καταστραφούν και οι ναοί της, από τους
οποίους γνωρίζουμε μόνο το μεσοβυζαντινό
της πλατείας Μουσικής και το υστεροβυζαντινό μονύδριο της Παναγίας της
Καμμυτζιώτισσας, παλαιό μετόχι της Μονής Παντοκράτορα του Αγίου Όρους, στη θέση
του σημερινού ναού Κοίμησης της Θεοτόκου, όπου οι Χριστιανοί της Καβάλας
εκκλησιαζόταν από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας.
Επωφελούμενοι κάποιων
μεταρρυθμίσεων, οι Χριστιανοί της πόλης γύρω στα 1820, επί μητροπολίτου Ξάνθης
και Περιθεωρίου Σεραφείμ, έλαβαν άδεια «επισκευής» του ναού της Παναγίας. Σίγουρα με κάποια
«δοσίματα» τον επέκτειναν κατά πλάτος και μήκος. Ο ναός, εμβαδού 170m2 που προέκυψε, ήταν τρίκλιτη ξυλόστεγη
τρισυπόστατη βασιλική. Πιθανόν μάλιστα ως μοναστηριακός να κατασκευάστηκε χωρίς
γυναικωνίτη. Εξαιρετικός ήταν ο ξυλόγλυπτος δεσποτικός θρόνος, προερχόμενος
πιθανόν από το παλιότερο ναό. Ευτυχώς, οι Καβαλιώτες είχαν αποπερατώσει το ναό τους εγκαίρως,
καθώς η κατάσταση γι αυτούς επιδεινώθηκε
το 1821, όταν ο Μωχάμετ Άλυ αποπεράτωσε το Ιμαρέτ, του οποίου οι σπουδαστές έγιναν το φόβητρο
των χριστιανών σε περίοδο κρίσης.
Αργότερα πρόσθεσαν στα ΝΔ του ναού ευρύχωρη
στοά με τέσσερα τόξα και υπερκείμενο γυναικωνίτη και μικρό κυβωτιόσχημο φανό.
Δίπλα του έκτισαν το μικρό σχολείο της εποχής. Μετά το 1856, οι Καβαλιώτες έκτισαν
μπροστά από την στοά έκκεντρα πανύψηλο κωδωνοστάσιο, ώστε
να είναι ορατό από τη θάλασσα σε αντιπερισπασμό με τους μιναρέδες των τζαμιών. Ο
ναός κατεδαφίστηκε το 1958, 45 χρόνια μετά την απελευθέρωση της πόλης, επί
μητροπολίτη Χρυσοστόμου, για να θεμελιωθεί στη θέση του, στις 23/08/59 ο νέος ναός της Παναγίας ο οποίος ενσωμάτωσε
το κωδωνοστάσιο του αρχικού ναού.
Επόμενος ναός ο
ιερός ναός του Αγίου Ιωάννου. Το 1864 οι Χριστιανοί της Καβάλας, έλαβαν την άδεια της οικοδόμησης εκτός των τειχών. Το
1865 θεμελιώθηκε ο ναός του Αγ. Ιωάννη αφού
εξεδόθη φιρμάνι επισκευής
του προϋπάρχοντας μικρού ναού της
Ζωοδόχου Πηγής.
Ο ναός είναι ορατός από τη θάλασσα και επιπλέον έχει στην ιδιοκτησία του τον παράλιο χώρο όπου τελούνται τα Θεοφάνεια. Ο ναός, κτίστηκε
σε νεωτερικό ρυθμό με νεοκλασικές
επιρροές. Είναι τρίκλιτη Βασιλική με πιόσχημο
στοά, υπερκείμενο γυναικωνίτη και τρουλίσκο, εμβαδού 500Μ2. Η αψίδα του είναι ημιδεκαοκταγωνική. Στη
βόρεια πλευρά του κατασκευάστηκε το καμπαναριό, βατό από το ακραίο τόξο της
στοάς, το κλιμακοστάσιο του οποίου
οδηγούσε απευθείας στο γυναικωνίτη. Γύρω στα 1890 ο ναός επισκευάζεται, καθώς ο χώρος του
κυρίως ναού δεν επαρκεί.
Το 1905 κρίθηκε ότι το καμπαναριό είναι χαμηλό, με αποτέλεσμα να μη σηματοδοτεί
σωστά το ναό, για το λόγο αυτό, ψήλωσε και απέκτησε πέντε στάθμες, πιθανότατα σε μελέτη του
Περικλή Φωτιάδη, καθώς η κατασκευή μοιάζει πολύ με την αντίστοιχη του Αγίου
Παύλου. Το 1924 ο ναός κατέστη μητροπολιτικός. Το 1969 αρχιερατεύοντος
Αλεξάνδρου, η πρόσοψη του ναού αλλοιώθηκε.
Τρίτος κατά
σειρά ναός είναι αυτός του Αγίου Αθανασίου. Η προσπάθεια ανέγερσης του ξεκίνησε
το 1878 από ενορίτες της περιοχής του Καρά Ορμάν σε οικόπεδο που
παραχώρησε ο Σαλή εφέντης, επί μητροπολίτη Ξάνθης και Περιθεωρίου Διονυσίου και
εγκαινιάστηκε στις 8 Μαΐου του 1888.
Η είσοδος στην περιοχή του γίνεται από δύο
πύλες, βόρεια και ανατολικά. Αρχικά, κτίστηκε ο κυρίως ναός εμβαδού 234,95Μ2,
που ανήκει στον πλέον διαδεδομένο τύπο της εποχής: Ξυλόστεγη τρίκλιτη βασιλική
με γυναικωνίτη στη δυτική πλευρά. Ο κυρίως ναός
έχει τρείς εισόδους, στο νότο, ανατολή και βορά. Η κύρια ήταν η νότια,
πάνω από την οποία υπάρχει τοξωτή αβαθής
κόγχη με την τοιχογραφία του Αγίου Αθανασίου. Το τέμπλο φέρει εικόνες του 1889. Η στέγαση γίνεται με ξύλινη δίρριχτη στέγη. Η
εντυπωσιακή ομοιότητα με την αντίστοιχη του Αγ. Ιωάννη, μαρτυρεί ότι το ίδιο
συνεργείο εργάστηκε και στους δυο ναούς.
Τα μετέπειτα χρόνια ο ναός σοβατίστηκε και κτίστηκε το ανεξάρτητο καμπαναριό. Τα
τελευταία χρόνια ακολουθώντας τη μόδα
της εποχής, οι όψεις της αρμολογήθηκαν, ενώ επεκτάθηκε βόρεια δυτικά
και νότια η στοά που κλείστηκε με κουφώματα.
Τέλος ο
τέταρτος μεταβυζαντινός ναός είναι αυτός του Απόστολου Παύλου. Οι πρώτες
προσπάθειες ανέγερσης του ναού, άρχισαν στα 1892, όταν ο δραστήριος
μητροπολίτης Ξάνθης και Περιθεωρίου Ιωακείμ Σγουρός, συναντιέται με τον
Κωνσταντινοπολίτη αρχιτέκτονα Περικλή Φωτιάδη που είναι ήδη γνωστός στην Πόλη
από τη μελέτη του Ζωγράφειου Γυμνασίου και του αναθέτει τη μελέτη του ιερού ναού του
Αγίου Παύλου. Όμως η διαδικασία ανέγερσης του, θα είναι απίστευτα χρονοβόρα
καθώς η θεμελίωση του καθυστέρησε, μια και η έκδοση του φιρμανιού έγινε το Μάιο
του 1905. Οι εργασίες προχωρούν αργά κατά τα δύσκολα χρόνια 1906-1908 και ο
ναός υψώνεται μέχρι τον τρούλο. Παρά τη μεσολάβηση της Μικρασιατικής
καταστροφής οι εργασίες θα συνεχιστούν επί Μητροπολίτη Ξάνθης Πολυκάρπου
Ψωμιάδη.
Ο Αγ. Παύλος τελικά εγκαινιάζεται τελικά το Μάιο του 1926 από το μητροπολίτη
Χρυσόστομο. Ο αρχιτεκτονικός τύπος που επιλέχθηκε, είναι πρωτότυπος για την πόλη. Πρόκειται για
σταυροειδή εγγεγραμμένη τρουλαία βασιλική, σταυροειδή με τρούλο και δύο
κωδωνοστάσια σε επαφή, νότια και βόρεια και εφαρμόστηκε για πρώτη φορά μετά την Άλωση, στην Κων/πολη στον Άγιο Αθανάσιο Ταταύλων.
Και η κ.
Αγγελούδη κατέληξε σημειώνοντας πως σαράντα πέντε χρόνια μετά την απελευθέρωση
της πόλης από οκτάμηνη βουλγαρική κατοχή, ο παλιότερος ναός, η Κοίμηση Θεοτόκου
κατεδαφίστηκε, καθώς το ταπεινωμένο
μνημείο ήταν άμεσα συνδεδεμένο με τα δεινά της Τουρκοκρατίας και είχε ρυθμό
διαφορετικό από τον επίσημο ελληνοβυζαντινό. «Σήμερα όμως τους υπόλοιπους τρεις
ναούς που υψώνονται και μας θυμίζουν τους άθλους της Ελληνορθόδοξης Κοινότητας
του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα, οφείλουμε να τους
προστατεύσουμε και η κάθε επέμβαση να γίνεται μετά από μελέτη και πολύ προσοχή»
τόνισε η κ. Αγγελούδη, αποσπώντας το χειροκρότημα των παρευρισκομένων.
Παρόντες,
ο σεβασμιότατος μητροπολίτης ΦΝΘ κκ Προκόπιος, ο επικεφαλής της αντιπολίτευσης
του δήμου Καβάλας Θεόδωρος Καλλιοντζής, ο γενικός διευθυντής του δήμου Καβάλας
Νίκος Καραπιπερίδης, αρκετοί ιερείς και πολύς κόσμος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου