Δευτέρα 22 Μαρτίου 2021

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ ΣΤΗΝ ΚΑΒΑΛΑ

    Νερό. Το πολυτιμότερο αγαθό της ζωής αφού χωρίς αυτό δεν υπάρχει ζωή. Για να μπορούμε όμως να το απολαύσουμε από τις πηγές που υπάρχουν μέχρι τα σπίτια μας, χρειάζεται πολύ δουλειά. Ας προσπαθήσουμε, σήμερα που γιορτάζεται η Παγκόσμια Ημέρα Νερού,  να δούμε μαζί την πορεία του νερού στην Καβάλα, τον τελευταίο αιώνα και μέχρι σήμερα.

Οι λεγόμενες ΒΙΞ στέρνες όπως αποτυπώθηκαν σε μια φωτογραφία εποχής.

  Μέχρι το 1920 περίπου, η Καβάλα υδρεύονταν από πηγές (καϊνάκια τις έλεγαν οι παλιότεροι), από πηγάδια που υπήρχαν διάσπαρτα στην πόλη και στις αυλές των σπιτιών, αλλά και από κάποιες τεχνητές λίμνες που υπήρχαν στην περιοχή (με πιο γνωστές τις Βιξ στέρνες, που κατασκεύασε ο φιλοκαβαλιώτης βαρόνος Φιξ, πρόξενος της Αυστροουγγαρίας). Αυτές οι τεχνητές λίμνες έπαιρναν νερό από τον χείμαρρο Κάσσανδρο, που έρεε τότε στην περιοχή των Ποταμουδίων, όπως είναι γνωστότερη σήμερα και βοηθούσαν την υδροδότηση, μέχρι το 1950 περίπου.

Αυτό είναι το παλιό υδραγωγείο σε μια παλιά φωτογραφία.

   Μερικά χρόνια αργότερα, το 1923, έγιναν κάποιες γεωτρήσεις στο Περιγιάλι και με πετρελαιοκίνητες αντλίες έφερναν νερό στην πόλη. Το 1927 στην περιοχή των Αμισιανών ανοίχτηκαν 30 περίπου πηγάδια σε μια προσπάθεια να λυθεί το πρόβλημα της λειψυδρίας στην Καβάλα, ενώ το 1937 στην ίδια περιοχή έγιναν και δυο γεωτρήσεις. Πάνω σ’ αυτές τις γεωτρήσεις χτίστηκε το πρώτο αντλιοστάσιο, κατασκευάστηκε το πρώτο δίκτυο ύδρευσης και με αντλίες της εποχής εκείνης ερχόταν το νερό στην πρώτη δεξαμενή που χτίστηκε στην πόλη, στον Άγιο Παντελεήμονα. Σήμερα οι εγκαταστάσεις αυτές λειτουργούν ως συμπληρωματικές.

Το νέο σύγχρονο υδραγωγείο της Καβάλας. 

   Την εποχή της επταετίας και επί δημαρχίας του Ευάγγελου Ευαγγελίου, έγινε το μεγάλο έργο της υδροδότησης της πόλης μας. Το 1971 χτίστηκε το νέο σύγχρονο αντλιοστάσιο απέναντι από το παλιό, και σε δύο χρόνια τα προβλήματα με το νερό στην Καβάλα πέρασαν στην ιστορία. Οι πηγές του Κεφαλαρίου Δράμας μας δίνουν, άφθονο και υγιεινό νερό. 

Η τεχνολογία βοηθάει τα μέγιστα στην διανομή του νερού στην Καβάλα. 

   Το 1980 με την 1069 απόφαση του δημοτικού συμβουλίου επί δημαρχίας Μίμη Λολίδη, ιδρύεται η ΔΕΥΑΚ, που από τότε είναι υπεύθυνη για το νερό στην πόλη μας. Σήμερα το νερό έρχεται στα σπίτια μας με ένα εκτεταμένο δίκτυο ύδρευσης, μέσα από 14 δεξαμενές που βρίσκονται διάσπαρτες σε όλο τον δήμο.

Σήμερα το παλιό υδραγωγείο ρημάζει ανεκμετάλλευτο. Θα μπορούσε να γίνει ένα μουσείο νερού.


«Νερό πηγή ζωής - Η ιστορική διαδρομή του στην Καβάλα». 

Από την εκδήλωση του δήμου Καβάλας για το νερό στις 22 Μαρτίου 2010, με ομιλητές τον αείμνηστο Νίκο Ρουδομέτωφ, τον διευθυντή των τεχνικών υπηρεσιών της ΔΕΥΑΚ Άγγελο Λογγάρη και συντονιστή τον πρώην αντιπεριφερειάρχη, Κώστα Παπακοσμά. 

Από τα βυζαντινά χρόνια ξεκίνησε ο κ. Ρουδομέτωφ με την κατασκευή των Καμαρών και γλαφυρές αφηγήσεις με όσα γινόταν μπροστά στις ελάχιστες βρύσες και στα καϊνάκια κι έφτασε μέχρι μετά την Βουλγαρική κατοχή. Μάλιστα ο κ. Ρουδομέτωφ αναφέρθηκε σε ένα ιστορικό γεγονός με πρωταγωνιστή τον πατέρα του εκείνη την περιόδο. Ένα πρωί Βουλγάρικη περίπολος πήρε τον Βίκτωρα Ρουδομέτωφ από το σπίτι του με βίαιο τρόπο και για 10 μέρες όλοι τον είχαν χαμένο. Ξαφνικά ένα πρωί εμφανίστηκε ταλαιπωρημένος αλλά ζωντανός και λύθηκε το μυστήριο της εξαφάνισής του. Ο αείμνηστος Βίκτωρ ως μηχανικός είχε σχεδιάσει μεγάλα τμήματα του δικτύου υδροδότησης της Καβάλας και οι Βούλγαροι τον είχαν «απαγάγει» για να διορθώσει μια ζημιά του δικτύου.

   

   Στην συνέχεια ο κ. Λογγάρης μίλησε για τον κύκλο του νερού στην γη της Καβάλας από το 1920 έως το 1970, ενώ ιδιαίτερο ενδιαφέρον είχε η παρουσίαση φωτογραφιών από την ιστορική διαδρομή του νερού και των ανθρώπων του στην Καβάλα. Μέχρι το 1928 η πόλη υδρευόταν από τις πηγές Παλιάς Καβάλας, από δύο κοινά πηγάδια στην θέση Κιουτσούκ – Ορμάν 1,5 χλμ. δυτικά της πόλης και από ένα σωληνωτό πηγάδι όχι μεγαλύτερο από 30 -35 μέτρα στην θέση Καρά – Ορμάν σε απόσταση 1,5 χλμ. ανατολικά της πόλης. Εσωτερικό δίκτυο δεν υπήρχε εκτός από ορισμένες μικρής διαμέτρου σιδηροσωλήνες με τις οποίες το νερό διοχετεύονταν από τις δεξαμενές σε ορισμένες κοινόχρηστες βρύσες.

   Το 1923 συστήθηκε «Ειδικό Ταμείο Υδρεύσεως, εξυγιάνσεως Καβάλας», που το 1945 περιήλθε στο Δήμο Καβάλας. Το Ειδικό Ταμείο εκπόνησε μελέτης ύδρευσης της πόλης Καβάλας την οποία και παρέδωσε στο τέλος του 1924. Η μελέτη αυτή, η οποία εγκρίθηκε από το Συμβούλιο Δημοσίων Έργων το 1924 και το 1928 κατασκευάσθηκε το νέο υδραγωγείο της πόλης, με υδροληψία από τρεις νέες γεωτρήσεις στην περιοχή Τεκίρ – Μπουνάρ.


   Από εκεί αντλούνταν το νερό με δύο εμβολοφόρες αντλίες με πετρελαιοκινητήρες, ισχύος 200HP η κάθε μία και μέχρι το ύψος του αυχένα Αγ. Σίλα (Γεντίκι). Από το φρεάτιο του Αγίου Σίλα το νερό διοχετεύονταν σε διάφορες δεξαμενές της πόλης. Τέλος, το Νοέμβριο του 1937, προτείνεται η υδροδότηση της πόλης από τις πηγές Μπουνάρ – μπασή (Βοϊράνης) στο Κεφαλάρι. Παράλληλα κατασκευάζονται μια σειρά από έργα που σκοπό είχαν την βελτίωση και επέκταση του δικτύου ύδρευσης 35 χιλιομέτρων. Τελικά μετά από δεκάδες μελέτες και προτάσεις προτιμήθηκε η λύση των πηγών Βοϊράνης, η σύμβαση της οποίας υπογράφηκε με αριθμό 156/22-8-1968 απόφασης του Συμβουλίου του Νομαρχιακού Ταμείου Καβάλας και παραδόθηκε τον Δεκέμβριο του 1968. Τα έργα ξεκίνησαν αμέσως και ολοκληρώθηκαν τον Ιούλιο του 1973 με την έναρξη λειτουργίας του νέου Κεντρικού Αντλιοστασίου Ύδρευσης.

   Αυτή περίπου είναι η ιστορία του νερού στην Καβάλα τον τελευταίο αιώνα και που δημοσίευσα κατά καιρούς στην εφημερίδα ΕΒΔΟΜΗ. Πολλοί είναι οι ηλικιωμένοι που θυμούνται τους ομηρικούς καυγάδες στις βρύσες και στα καϊνάκια της εποχής, για μια στάμνα νερό. Και οι κάπως μικρότεροι, δεν ξεχνούν την εκ περιτροπής υδροδότηση της πόλης για κάποιες ώρες την ημέρα. Ταξιδεύοντας στην Ελλάδα, αλλά και σε πολλές πόλεις της Ευρώπης, μπορούμε να πούμε ότι είμαστε προνομιούχοι στο θέμα του νερού. Στις περισσότερες από αυτές το νερό της βρύσης δεν πίνετε. Αυτό λοιπόν το αγαθό που έχουμε πρέπει να το προσέχουμε γιατί είναι η ζωή μας.

Κυριακή 28 Φεβρουαρίου 2021

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ (ίσως) ΚΛΕΦΤΟΚΟΤΑΣ

   Τον βλέπαμε τον γεροντάκο συχνά – πυκνά στο καφενείο, κάπου στον Τίμιο Σταυρό, που κι εμείς τα μεσημέρια απολαμβάναμε το καθιερωμένο μας ουζάκι, παρουσία φυσικά εκλεκτών μεζέδων. Γλυκύτατος, όπως όλοι οι παππούδες άλλωστε, συχνά συμμετείχε στις κουβέντες μας και πάντα κάτι είχε να θυμηθεί από «κείνα τα χρόνια τα παλιά». Η ζωή φτωχή και δύσκολη, με το ζόρι οι γονείς του, όπως μας έλεγε, κατάφερναν να βγάλουν τα προς το ζην, για όλη την οικογένεια. Μεγαλώνοντας λοιπόν με στερήσεις, εκείνα τα παιδιά, αντρώνονταν μέσα από καταστάσεις που σήμερα μας φαίνονται σαν παραμύθι.

   «Το ξέρετε ότι έχετε στην παρέα σας έναν από τους τελευταίους ίσως κλεφτοκοτάδες», μας είπε ο γέροντας σε μια από τις τελευταίες ουζοκατανύξεις μας. Και φυσικά αμέσως τράβηξε την προσοχή μας. Όλοι είχαμε ακούσει κάτι γι’ αυτούς, αλλά ο παππούλης μας διαβεβαίωσε ότι δεν ξέραμε τίποτα. Και φυσικά του ζητήσαμε να ξετυλίξει το κουβάρι της μνήμης του. Τι μαθαίνει τελικά κανείς, από κει που δεν το περιμένει. 

 


  «Εκείνα λοιπόν τα φτωχά χρόνια, μας είπε ο μπάρμπα – Βασίλης (τυχαίο το όνομα), μη φανταστείτε ότι δεν διασκεδάζαμε. Μπορεί να μας έλειπαν 99 δραχμές για να συμπληρώσουμε ένα 100στάρικο, αλλά υπήρχαν άλλοι τρόποι για να εξοικονομούμε τους μεζέδες μας. Σε πολλά σημεία της πόλης, οι κάτοικοι είχαν κοτέτσια και μπαξέδες. Πολλοί ήταν αυτοί που προσπαθούσαν να μπουν στα κοτέτσια και να κλέψουν κότες, χωρίς εκείνες να τους πάρουν όμως χαμπάρι, αφού όταν αισθανόταν την παρουσία κάποιου οι κότες φώναζαν και ξυπνούσαν τους νοικοκυραίους. Εγώ όμως είχα ανακαλύψει έναν τρόπο και έμπαινα στα κοτέτσια, χωρίς οι κότες να πάρουν μυρωδιά και να ξεσηκώσουν τον κόσμο με τα κακαρίσματά τους. «Χτυπούσα» πάντα μόνος μου, και έξω απ’ το κοτέτσι έβγαζα όλα τα ρούχα μου. Χωρίς ποτέ να καταλάβω γιατί, οι κότες αν και ξυπνούσαν ποτέ δεν κακάριζαν κι εγώ φυσικά έβγαινα από το κοτέτσι πάντα συντροφιά με μια ή δυο κότες, ανάλογα με την παραγγελία και την παρέα. Αλλά και άλλοι κλεφτοκοτάδες μου είχαν πει ότι ήταν ανεξήγητο, αλλά έτσι πραγματικά γίνετε. Υπήρχαν και αυτοί που κυριολεκτικά «ψάρευαν» κότες μέσα από κοτέτσια, αφού χρησιμοποιούσαν πετονιά και αγκίστρι δολωμένο με καλαμπόκι». 

 


   Άφωνους μας άφησε ο μπαρμπα-Βασίλης. Και συνέχισε: «Αυτό φυσικά με έκανε γνωστό στις παρέες της εποχής κι εγώ είχα προσκλήσεις από πολλούς, μερακλήδες στην παρέα αλλά φτωχαδάκια. Έτσι αυτοί έβαζαν τα ποτά, χύμα κρασί ή ουζάκι κι εγώ τον μεζέ. Φυσικά το μυστικό μου αυτό δεν το έλεγα σε κανέναν. Ακόμα, όπως λέγανε εκείνα τα χρόνια, για να είναι επιτυχημένος ένας γάμος έπρεπε στο μπάτσελορ – πάρτι του γαμπρού να υπάρχει κλεμμένη κότα. Έτσι όλοι οι υποψήφιοι γαμπροί έπαιρναν εμένα γι’ αυτήν την βρώμικη αλλά εγγυημένη  δουλειά. Και φυσικά ήμουνα καλεσμένος σε όλους τους γάμους της εποχής. Βέβαια είχα αναπτύξει και άλλες τεχνικές, ειδικά για ιπτάμενα κυρίως θηράματα. Περιστέρια και δεκαοκτούρες, που και αυτά αφθονούσαν εκείνα τα χρόνια, ήταν από τους καλούς μεζέδες. Με μισό κιλό σιτάρι ποτισμένο με λίγο τσίπουρο, τα συμπαθή αυτά πτηνά έχαναν σε δέκα λεπτά τον προσανατολισμό τους, φυσικά δεν μπορούσαν να πετάξουν και σε λίγο... στόλιζαν νόστιμα το τραπέζι μας».

   «Ναι αλλά μπαρμπα-Βασίλη και οι σκύλοι αφθονούσαν εκείνη την εποχή. Μ’ αυτούς τι έκανες», του είπαμε προσπαθώντας πιστοί στο ρητό μάθε τέχνη κι άστηνε κι αν πεινάσεις πιάστηνε, να του εκμαιεύσουμε και άλλες τεχνικές. «Πράγματι, μας είπε. Δοκίμασα πολλούς τρόπους αντιμετώπισης σκύλων, αλλά ο καλύτερος ήταν το κατσαριδοκτόνο. Πλησίαζα τον σκύλο που συνήθως ήταν μέσα στην περίφραξη και του έριχνα κατσαρισδοκτόνο στα μάτια. Αυτός έχανε για κάνα δεκάλεπτο τον κόσμο από τα μάτια του κι εγώ ανενόχλητος έκανα την δουλειά μου. Τις περισσότερες φορές πάντως προτιμούσα να μη μπλέκω στα πόδια και τα δόντια των σκύλων. Υπήρχαν και κάποιες φορές φυσικά που με έπαιρναν χαμπάρι οι νοικοκυραίοι και τότε, τρεχάτε ποδαράκια μου. Μια φορά μάλιστα αναγκάστηκα να τρέξω για αρκετή ώρα τσιτσίδι, αφού πάνω στο άγχος μου να φύγω, άφησα έξω από το κοτέτσι τα ρούχα μου. Πάντως επειδή ήμουνα γνωστός στα αλάνια της εποχής, όλοι με βοηθούσαν. Αχ γιόκα μου τι μου θύμισες…», είπε ο μπαρμπα-Βασίλης κι έφυγε, αφήνοντας σε όλους μας μια παράξενη γεύση…

          Μάκης Λιόλιος

ΥΓ. Οι φωτογραφίες είναι απο τηλεοπτική διαφήμηση. (Put the cot down... slowly)