Κυριακή 12 Φεβρουαρίου 2017

Ο μπαρμπα-Βασίλης θυμάται...

   Τον βλέπαμε τον γεροντάκο συχνά – πυκνά στο καφενείο, κάπου στον Τίμιο Σταυρό, που κι εμείς τα μεσημέρια απολαμβάναμε το καθιερωμένο μας ουζάκι, παρουσία φυσικά εκλεκτών μεζέδων. Γλυκύτατος, όπως όλοι οι παππούδες άλλωστε, συχνά συμμετείχε στις κουβέντες μας και πάντα κάτι είχε να θυμηθεί από «κείνα τα χρόνια τα παλιά». Η ζωή φτωχή και δύσκολη, με το ζόρι οι γονείς του, όπως μας έλεγε, κατάφερναν να βγάλουν τα προς το ζην, για όλη την οικογένεια. Μεγαλώνοντας λοιπόν με στερήσεις, εκείνα τα παιδιά, αντρώνονταν μέσα από καταστάσεις που σήμερα μας φαίνονται σαν παραμύθι.
   «Το ξέρετε ότι έχετε στην παρέα σας έναν από τους τελευταίους ίσως κλεφτοκοτάδες», μας είπε ο γέροντας σε μια από τις τελευταίες ουζοκατανύξεις μας. Και φυσικά αμέσως τράβηξε την προσοχή μας. Όλοι είχαμε ακούσει κάτι γι’ αυτούς, αλλά ο παππούλης μας διαβεβαίωσε ότι δεν ξέραμε τίποτα. Και φυσικά του ζητήσαμε να ξετυλίξει το κουβάρι της μνήμης του. Τι μαθαίνει τελικά κανείς, από κει που δεν το περιμένει.

  «Εκείνα λοιπόν τα φτωχά χρόνια, μας είπε ο μπάρμπα – Βασίλης, μη φανταστείτε ότι δεν διασκεδάζαμε. Μπορεί να μας έλειπαν 99 δραχμές για να συμπληρώσουμε ένα 100στάρικο, αλλά υπήρχαν άλλοι τρόποι για να εξοικονομούμε τους μεζέδες μας. Σε πολλά σημεία της πόλης, οι κάτοικοι είχαν κοτέτσια και μπαξέδες. Πολλοί ήταν αυτοί που προσπαθούσαν να μπουν στα κοτέτσια και να κλέψουν κότες, χωρίς εκείνες να τους πάρουν όμως χαμπάρι, αφού όταν αισθανόταν την παρουσία κάποιου οι κότες φώναζαν και ξυπνούσαν τους νοικοκυραίους. Εγώ όμως είχα ανακαλύψει έναν τρόπο και έμπαινα στα κοτέτσια, χωρίς οι κότες να πάρουν μυρωδιά και να ξεσηκώσουν τον κόσμο με τα κακαρίσματά τους. «Χτυπούσα» πάντα μόνος μου, και έξω απ’ το κοτέτσι έβγαζα όλα τα ρούχα μου. Χωρίς ποτέ να καταλάβω γιατί, οι κότες - αν και ξυπνούσαν - ποτέ δεν κακάριζαν κι εγώ φυσικά έβγαινα από το κοτέτσι πάντα συντροφιά με μια ή δυο κότες, ανάλογα με την παραγγελία και την παρέα. Αλλά και άλλοι κλεφτοκοτάδες μου είχαν πει ότι ήταν ανεξήγητο, όμως έτσι πραγματικά γίνετε. Υπήρχαν και αυτοί που κυριολεκτικά «ψάρευαν» κότες μέσα από κοτέτσια, αφού χρησιμοποιούσαν πετονιά και αγκίστρι δολωμένο με καλαμπόκι».

   Άφωνους μας άφησε ο μπαρμπα-Βασίλης. Και συνέχισε: «Αυτό φυσικά με έκανε γνωστό στις παρέες της εποχής κι εγώ είχα προσκλήσεις από πολλούς, μερακλήδες στην παρέα αλλά φτωχαδάκια. Έτσι αυτοί έβαζαν τα ποτά, χύμα κρασί ή ουζάκι κι εγώ τον μεζέ. Φυσικά το μυστικό μου αυτό δεν το έλεγα σε κανέναν. Ακόμα, όπως λέγανε εκείνα τα χρόνια, για να είναι επιτυχημένος ένας γάμος έπρεπε στο μπάτσελορ – πάρτι του γαμπρού την παραμονή να υπάρχει κλεμμένη κότα. Έτσι όλοι οι υποψήφιοι γαμπροί έπαιρναν εμένα γι’ αυτήν την βρώμικη αλλά εγγυημένη  δουλειά. Και φυσικά ήμουνα καλεσμένος σε όλους τους γάμους της εποχής. Βέβαια είχα αναπτύξει και άλλες τεχνικές, ειδικά για ιπτάμενα κυρίως «θηράματα. Περιστέρια και δεκαοκτούρες, που και αυτά αφθονούσαν εκείνα τα χρόνια, ήταν από τους καλούς μεζέδες. Με μισό κιλό σιτάρι ποτισμένο με λίγο τσίπουρο, τα συμπαθή αυτά πτηνά έχαναν σε δέκα λεπτά τον προσανατολισμό τους, φυσικά δεν μπορούσαν να πετάξουν και σε λίγο «στόλιζαν» νόστιμα το τραπέζι μας».

   «Ναι αλλά μπαρμπα-Βασίλη και οι σκύλοι αφθονούσαν εκείνη την εποχή. Μ’ αυτούς τι έκανες», του είπαμε προσπαθώντας πιστοί στο ρητό «μάθε τέχνη κι άστηνε κι αν πεινάσεις πιάστηνε», να του εκμαιεύσουμε και άλλες τεχνικές. «Πράγματι, μας είπε. Δοκίμασα πολλούς τρόπους αντιμετώπισης σκύλων, αλλά ο καλύτερος ήταν το κατσαριδοκτόνο. Πλησίαζα τον σκύλο που συνήθως ήταν μέσα στην περίφραξη και του έριχνα κατσαρισδοκτόνο στα μάτια. Αυτός έχανε για κάνα δεκάλεπτο τον κόσμο από τα μάτια του κι εγώ ανενόχλητος έκανα την δουλειά μου. Τις περισσότερες φορές πάντως προτιμούσα να μη μπλέκω στα πόδια και τα δόντια των σκύλων.

   Υπήρχαν και κάποιες φορές φυσικά που με έπαιρναν χαμπάρι οι νοικοκυραίοι και τότε, τρεχάτε «ποδαράκια μου». Μια φορά μάλιστα αναγκάστηκα να τρέξω για αρκετή ώρα τσιτσίδι, αφού πάνω στο άγχος μου να φύγω, άφησα έξω από το κοτέτσι τα ρούχα μου. Πάντως επειδή ήμουνα γνωστός στα αλάνια της εποχής, όλοι με βοηθούσαν. Αχ γιόκα μου τι μου θύμισες…», είπε ο μπαρμπα-Βασίλης κι έφυγε, αφήνοντας σε όλους μας μια παράξενη γεύση…

Υ.Γ. 12/2/2017. 
Η ιστορία αυτή, που είναι πραγματική, γράφτηκε τον Ιούνιο του 2005 και δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΕΒΔΟΜΗ. Ελπίζω ο μπαρμπα-Βασίλης να ζει ακόμη...